-
1 ἐπισκευή
ἐπισκευ-ή, ἡ,A repair, restoration,τῶν ἱρῶν Hdt.2.174
, cf. 175;τειχῶν D.18.311
, etc.;τὰς ἐ. καὶ κατασκευὰς τῶν δημοσίων Plb.6.17.2
.2. means of repairing, Th.1.52.II. pl., materials for repair or equipment, stores, ἐλέφαντα καὶ μαχαιρῶν λαβὰς καὶ ἄλλας ἐ. D.27.20; χορηγίας καὶ ἐ. Plb.1.72.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισκευή
-
2 φιλονικία
φῐλονῑκ-ία, ἡ,A love of victory, rivalry, contentiousness, mostly in bad sense,φ. ἕνεκα τῆς αὐτίκα Th.1.41
, cf. 3.82;φ. ἀνόητος Democr.237
;φ. ἢ φιλοτιμίας ἕνεκα Pl.Lg. 860d
, cf. Alc.1.122c;ἐκ μέθης καὶ φιλονικίας Lys.3.43
;διὰ στάσιν καὶ τὴν πρὸς ἀλλήλους φ. Id.33.4
;εἰς πόλεμον καταστᾶσαι πρὸς ἀλλήλας καὶ φ. Isoc.12.158
;ἡ πρὸς ἀλλήλους ἔρις καὶ φ. D.9.14
, cf. Pl.Ti. 88a;ἀλλά τίς με φ. εἴληφεν πρὸς τὰ εἰρημένα Id.La. 194a
;ὑπὸ τῆς πρὸς τἀμὰ ἔργα φ. X.Cyr.8.7.12
;οὐ φιλονικίᾳ γε ἐρωτῶ Pl.Grg. 515b
;ἐάν τις φιλονικίᾳ κριθῇ.. δρᾶν, τεθνάτω Id.Lg. 938c
; εἰς τοσοῦτον φιλονικίας ἐλθεῖν πρὸς τὴν πόλιν, ὥστε .. Id.Mx. 243b;ἐγένετο φ. ἐν αὐτοῖς τὸ τίς αὐτῶν δοκεῖ εἶναι μείζων Ev.Luc.22.24
: pl.,φ. καὶ φιλοτιμίαι Pl.R. 548c
, cf. Ti. 90b, D.18.246;περὶ ὁπόσων ἂν ἐγγένωνται ἀνθρώποις φ. X.Cyr.2.1.22
;αἱ περὶ τὰς χορηγίας φ. Isoc. 7.53
;φ. καὶ στάσεις Arist.Pol. 1308a31
.2 in good sense, competition, emulation, emulous eagerness,ἔστω τούτων.. κατὰ νόμον ἅμιλλά τε καὶ φ. Pl.Lg. 834c
;φ. αὐτοῖς ἔμβαλλε X.Cyr.7.1.18
; φιλονικίας ἐμποιεῖν περὶ τῶν καλῶν ἔργων ib.8.2.26;φ. ἐνέβαλε πρὸς ἀλλήλους τισί Id.Ages.2.8
; esp. in the games,πολλὴ φ. ἐγίγνετο X.An.4.8.27
, cf. Lac.4.2;διὰ φιλονικίαν Id.Hier.9.6
;τῶν ἐργατῶν φ. πρὸς ἀλλήλους καὶ φιλοτιμία Id.Oec.21.10
, cf. SIG685.12,36 (Magn. Mae., ii B. C., found in Crete).—On the form φιλονεικία, v. φιλόνικος fin.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλονικία
-
3 συντέλεια
συντέλεια, ἡ, (Aσυντελέω 11
) joint contribution for the public burdens,χρημάτων σ. ποιῆσαι D.18.237
;σ. φόρου D.C.42.6
; εἰς σ. ἄγειν τὰς χορηγίας, i.e. to leave the choregia to be defrayed by subscription, not by a single person, D.20.23; μικρᾶς σ. ἑκάστῳ γιγνομένης ibid.;πρὸς σ. χρημάτων Arist.Rh.Al. 1423b1
.2 metaph., Pl.Lg. 905b; ἡ παρὰ τοῦ διδασκάλου ς., i.e. instruction, Aristid.2.226 J.3 = collatio, (compulsory) provision of recruits, εἰς τὴν τῶν τειρώνων ς. KeilPremerstein Dritter Bericht p.87 (inc. loc.); συντελείας βουργαρίων.. ἄνεσιν prob. in SIG880.52 (Pizus, iii A.D., cf. JRS8.26 sqq.).II at Athens, a body of citizens who contributed jointly to bear public burdens (cf.συντελής 1
), Antipho Fr.56; αἱ σ. τῶν τριηράρχων Decr. ap.D.18.105, cf. 106.2 generally, company, ὦ ξυντέλεια (sc. θεῶν), of the gods, who separately were called τέλειοι, A.Th. 251, cf. Sch. ad loc.3 union of communities grouped together or united to a larger state, Plb.5.94.1, D.S.5.80, Plu.Comp.Phil.Flam. 1, Paus.7.15.2, OGI565.13 ([place name] Oenoanda).III the consummation of a scheme, opp. ἐπιβολή, Plb.1.3.3, cf. 3.1.5;σ. ἐπιτεθεικὼς τοῖς ἔργοις Id.11.33.7
; σ. σχεῖν, λαμβάνειν, Id.1.4.3, 4.28.3, cf. SIG695.13 (Magn. Mae., ii B.C.), Plu.Per.13;εἰς σ. ἐλθεῖν Plb.2.40.6
;ἡ σ. τῆς ἐπιβολῆς Id.5.32.3
;ἡ σ. τοῦ ἀγῶνος IG7.2712.78
, 82 ([place name] Acraephia);τοῦ πολέμου OGI327.6
(Pergam., ii B.C.), Plb.4.28.5;τῶν ἔργων PPetr.3p.109
(iii B.C.); τὰν τῶν μυστηρίων καὶ τᾶν θυσιᾶν ς. IG5(1).1390.184 (Andania, i B.C.);καταθύμιος λογισμῶν συντέλεια Vett.Val.173.11
; completion, end,τοῦ ἐνιαυτοῦ LXX De.11.12
;τοῦ διεληλυθότος ἔτους POxy.1270.42
(ii A.D.);αἰῶνος Ev.Matt. 13.39
; ποιῆσαι εἰς ς. make an end of, LXX Ez.20.17; ἀνέβη σ. τῆς πόλεως εἰς οὐρανόν ib.Jd.20.40; full realization,τῶν τελῶν Phld.Rh.2.86
S.V in Grammar, completed action, Demetr.Eloc. 214, A.D.Synt.205.14, EM 472.23.VI = ἐντελέχεια, reality, Ocell.2.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συντέλεια
-
4 ἀναδέχομαι
ἀναδέχομαι, [tense] fut. - δέξομαι: [tense] aor. ἀνεδεξάμην, [dialect] Ep. [tense] aor. ἀνεδέγμην (v. infr.): [tense] pf. [voice] Pass. ἀναδέδεγμαι:—A take up, catch, receive, σάκος δ' ἀνεδέξατο πολλά (sc. δόρατα) Il.5.619;ἀ. πληγὰς εἰς τὸ σῶμα Plu. Tim.4
;βέλη τῷ σώματι Marc.10
.2 receive, entertain as a guest, Act.Ap.28.7.II take upon oneself, submit to, ἀνεδέγμεθ' ὀϊζύν Od.17.563, cf. Archil.60;ἁμαρτήματα D.19.36
;πόλεμον Plb.1.88.12
;ἀπέχθειαν Plu.Eum.6
;ἀ. τι ἐφ' ἑαυτόν D.22.64
, cf. Din.1.3: abs., acknowledge one's evidence, of an absent witness, D.46.7.2 accept, receive,ἀγγελίαν Pi.P.2.41
(al. - δείξατ') ; λουτρὰ.. μητρὸς ἀνεδέξω πάρα E IT818; χορηγίας, ἡγεμονίαν, Plu.Arist.1,23;τὸν κλῆρον Cic.43
;τῶν σωμάτων τὰ μανὰ ἀ. θερμότητα Cat.Mi.61
(dub.); accept a statement, Them.in Ph.77.8.4 undertake to say or do, c. [tense] fut. inf., Hdt.5.91, X.Cyr.6.1.17, etc.: c. [tense] aor. inf., Plu. Arist.14.b undertake, c. acc., S.Ichn.157;ὅσα ὑπισχνεῖτο καὶ ἀνεδέχετο D.35.7
; take upon oneself, ; πρεσβείας, κινδύνους, OGI339.20 (Sestos, ii B. C.), 441.9 (Stratonicea, i B. C.).5 give security to one,τινί Th.8.81
;τινί τι Plb. 11.25.9
; go bail for,τινά Thphr.Char.12.4
;τινὰ τῶν χρημάτων Plb.5.16.8
; ἀ. τοὺς δανειστάς undertake to satisfy them, Plu.Caes.11; ἀ. τὴν πίστινὑπέρ τινος Id.Phoc.14
: abs., Leg.Gort.9.24,41.6 take back, D.59.58.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναδέχομαι
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα … Dictionary of Greek
επισκευή — η (AM ἐπισκευή) [σκευή] επιδιόρθωση, ανακαίνιση (α. «επισκευή σπιτιού» β. «τούτων μὲν τῶν ἱρῶν... ἐς ἐπισκευὴν ἐδίδου», Ηρόδ.) αρχ. 1. τρόποι, μέσα επισκευής («καὶ ἐπισκευήν οὐκ οὖσαν τῶν νεῶν ἐν χωρίῳ ἐρήμῳ», Θουκ.) 2. υλικά για επισκευή… … Dictionary of Greek
λαμπαδαρχία — λαμπαδαρχία, ἡ (Α) (στην Αθήνα) το λειτούργημα τού λαμπαδάρχου, αυτού που διηύθυνε τη λαμπαδηδρομία («λειτουργεῑν τὰς δαπανηρὰς μή χρησίμους δὲ λειτουργίας, οἷον χορηγίας καὶ λαμπαδαρχίας», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπαδάρχης ή λαμπάδαρχος] … Dictionary of Greek
χορηγία — η, ΝΜΑ [χορηγός] 1. (στην αρχ. Αθήνα) μία από τις σημαντικότερες λειτουργίες τής αθηναϊκής δημοκρατίας, κατά την οποία ένας εύπορος πολίτης κατέβαλλε τα χρήματα τής προετοιμασίας τού χορού για την συμμετοχή του σε διάφορες θρησκευτικές εκδηλώσεις … Dictionary of Greek
Γότθοι — Αρχαίος γερμανικός λαός που προερχόταν από τη νότια Σκανδιναβία και συγκεκριμένα από την περιοχή που ονομάζεται Γκότλαντ (χώρα των Γότθων). Στις αρχές των χριστιανικών χρόνων ήταν εγκατεστημένοι στις νότιες ακτές της Βαλτικής, που θεωρείται πως… … Dictionary of Greek
εικονομαχία — Διαμάχη γύρω από το θέμα των ιερών εικόνων, η οποία εξελίχθηκε σε θρησκευτική κρίση, που συντάραξε για έναν και περισσότερο αιώνα (726 843) τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Μπορεί να διαιρεθεί σε δύο περιόδους· η πρώτη αφορά την περίοδο 726 780 και η… … Dictionary of Greek
επίταξη — Είδος αναγκαστικής απαλλοτρίωσης κινητών πραγμάτων. Υπάρχουν πολλές νομικές μορφές ε., ανάλογα με τις ανάγκες που την επιβάλλουν. Για παράδειγμα, η αναγκαστική πώληση στην περίπτωση της ε. τροφίμων, η αναγκαστική μίσθωση στην περίπτωση ε.… … Dictionary of Greek
Αγγιανή, Μαρία — Εξελληνισμένο όνομα της Μαρίας ντ’ Ανγκιέν (Maria d’ Enghien),κόρης και μοναδικής κληρονόμου του αυθέντη του Ναυπλίου και Άργους, Γουίδωνα Αγγιανού. Η Μαρία παντρεύτηκε τον Βενετό ευγενή Πέτρο Κορνάρο. Μετά τον θάνατο του συζύγου της το 1388,… … Dictionary of Greek